επάνθηση

επάνθηση
η (Α ἐπάνθησις) [επανθώ]
άνθηση
νεοελλ.
1. (ορυκτ.) ο σχηματισμός επανθημάτων (ή επανθισμάτων)
2. (ορυκτ.) τα ίδια τα επανθήματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπανθήσῃ — ἐπανθήσηι , ἐπάνθησις flowering fem dat sg (epic) ἐπανατίθημι lay upon fut ind mid 2nd sg ἐπανθέω bloom aor subj mid 2nd sg ἐπανθέω bloom aor subj act 3rd sg ἐπανθέω bloom fut ind mid 2nd sg ἐπανθέω bloom aor subj mid 2nd sg ἐπανθέω bloom aor… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξάνθηση — Η αποβολή νερού από ορισμένους ένυδρους κρυστάλλους, όταν εκτεθούν στον αέρα, και ο σχηματισμός σκόνης πάνω στην επιφάνειά τους. Η ε. ενός ένυδρου κρυσταλλικού άλατος συντελείται, όταν στη συνηθισμένη θερμοκρασία η τάση των ατμών του νερού στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”